φυσιοποιώ

φυσιοποιώ
-έω, Α
μετασχηματίζω κάτι σαν να τού προσδίδω άλλη, νέα φύση, νέα υπόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -ποιῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”